- περίτομος
- -ον, Α [περιτέμνω]1. αποκομμένος από παντού, απότομος σε ὁλα τα μέρη («ὄρος περίτομον», Πολ.)2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ περίτομααπόκρημνες θέσεις.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περίτομος — cut off all round masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίτομον — περίτομος cut off all round masc/fem acc sg περίτομος cut off all round neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… … Dictionary of Greek
περιτομίς — ίδος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «μέρος τι τῆς νεώς». [ΕΤΥΜΟΛ. < περίτομος + επίθημα ίς] … Dictionary of Greek
περιτόμιος — ον, Μ [περίτομος] περιτετμημένος, αυτός που έχει υποστεί περιτομή («περιτόμιος τὴν σάρκα», Αναστ. Σιν.) … Dictionary of Greek